καταχρηματισμός

καταχρηματισμός
καταχρηματισμός, ὁ (Α) [καταχρηματίζω]
1. τρόπος διαχείρισης
2. πάπ. επίσημο έγγραφο διαχείρισης ή διανομής τής περιουσίας κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”